- κενοτάφιο
- Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου.
Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να βρουν ανάπαυση, αν δεν είχαν κάποια κατοικία. Κ. κατασκευάζονταν ήδη από τους ομηρικούς χρόνους για τους στρατιώτες που έχαναν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης ή για εκείνους που χάνονταν στο πέλαγος. Οι Έλληνες ανήγειραν κ. στον Κεραμεικό, το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, για τα σώματα των νεκρών που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο και είχαν εξαφανιστεί. Υπήρχαν επίσης κ. προορισμένα και για τους ήρωες, ώστε να έχουν οι ψυχές τους μόνιμη κατοικία. Ο Τειρεσίας είχε κ. στη Θήβα, ο Αχιλλέας στην Ήλιδα και ο Οδυσσέας στη Σπάρτη. Ένα από τα ωραιότερα κ. της αρχαιότητας βρισκόταν κοντά στην πόλη της Κορίνθου. Το είχαν χτίσει οι κάτοικοι της πόλης προς τιμήν της περίφημης εταίρας Λαΐδας, η οποία είχε ταφεί στη Θεσσαλία. Το κ. αυτό έφερε παράσταση λέαινας που κρατούσε στα μπροστινά της πόδια έναν κριό. Πάνω στο μνημείο είχε τοποθετηθεί μεγάλος μαρμάρινος αμφορέας, στις πλευρές του οποίου είχε χαραχτεί τετράστιχη επιτύμβια επιγραφή.
Το κ. για τους αρχαίους Ρωμαίους ήταν τύμβος που ανεγειρόταν για να τιμηθεί η μνήμη κάποιου διάσημου άντρα σε άλλον τόπο από εκείνον που είχε ταφεί. Οι Ρωμαίοι επίσης είχαν τη συνήθεια να χτίζουν κ. στους εαυτούς τους ενόσω ζούσαν ακόμη. Τέτοιο κ. έχτισε ο αυτοκράτορας Αύγουστος στα βόρεια του Πεδίου του Άρεως.
Στην αρχαία Αίγυπτο κοντά στους πραγματικούς τάφους των φαραώ υπήρχαν και κ. για λόγους καθαρά θρησκευτικούς ή πρακτικούς, ώστε να παραπλανώνται οι συλητές των τάφων.
Η συνήθεια της οικοδόμησης κ. διασώθηκε μέχρι τη σύγχρονη εποχή σε όλους τους πολιτισμένους λαούς. Στους νεότερους χρόνους χτίστηκαν κ. σε πολλά πεδία μαχών, όπως είναι το κ. του Γουσταύου Αδόλφου στο Λίτσεν και του Μορό, Γάλλου στρατηγού, στη Δρέσδη. Η στήλη της Βαστίλης υπήρξε κ. εκείνων που σκοτώθηκαν τον Ιούλιο του 1830. Το 1848 χτίστηκε ειδικό μαυσωλείο, στο οποίο μεταφέρθηκαν τα οστά τους. Επίσης κ. θεωρούνται και οι κατά τόπους τάφοι του Άγνωστου Στρατιώτη.
Μνημείο-κενοτάφιο στο Βερολίνο αφιερωμένο στα εκατομμύρια των Εβραίων που χάθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Κενοτάφιο του Δάντη.
Κενοτάφια θεωρούνται τα κατά τόπους μνημεία προς τιμήν των άταφων πολεμιστών· στη φωτογραφία το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος της Αθήνας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (Α κενοτάφιον)τάφος που δεν περιέχει νεκρό, μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νεκρού, ο οποίος δεν έχει βρεθεί ή έχει ενταφιαστεί αλλούαρχ.είδωλο, ομοίωμα («ἔλαβε τὰ κενοτάφια, καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -τάφιον (< τάφιος < τάφος), πρβλ. κοινο-τάφιον, ψευδο-τάφιον].
Dictionary of Greek. 2013.